- συκοφάγος
- ο1. είδος πουλιού.2. αυτός που αγαπά υπερβολικά τα σύκα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συκοφάγος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφάγος — (oriola calbula). Στρουθοειδές πουλί της οικογένειας των Συλβιδών και, σύμφωνα με άλλη κατάταξη, των Κορακοειδών. Το όνομά του προέρχεται από το ότι, κατά το καλοκαίρι, εκτός από έντομα και προνύμφες, τρέφεται και με φρούτα, προτιμώντας προ… … Dictionary of Greek
συκοφάγου — συκοφάγος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαγώ — έω, Μ [συκοφάγος] τρώω σύκα, είμαι συκοφάγος … Dictionary of Greek
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek
κιτρινοπούλα — η το πτηνό συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. μεταπλ. τ. τού κιτρινοπούλι] … Dictionary of Greek
ορίολος — (oriolus oriolus). Πουλί της οικογένειας των οριολιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Ο o., που έχει συνολικό μήκος περίπου 25 εκ., φωλιάζει στην Ευρώπη, όχι πέρα από τον βόρειο παράλληλο 63° και στη νοτιοδυτική Ασία και διαχειμάζει στην τροπική… … Dictionary of Greek
συκάς — Ημιορεινός οικισμός (303 κάτ., υψόμ. 250 μ.), στην επαρχία Φθιώτιδας, του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Σπερχειάδας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ., 303 κάτ.). * * * (I) ο, Ν 1. πωλητής σύκων 2. άλλη κοινή… … Dictionary of Greek
συκαλλίδα — η / συκαλλίς, ίδος, ΝΑ, και συκαλίς Α είδος μικρού ωδικού πτηνού, ο ορίολος ή συκοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + υποκορ. κατάλ. αλ(λ)ίς (πρβλ. πυρ αλ[λ]ίς)] … Dictionary of Greek
συκολέβι — το, Ν το πτηνό ορίολος, ο συκοφάγος … Dictionary of Greek